ευφόρητος

ευφόρητος
ος , ον легко выносимый, переносимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευφόρητος" в других словарях:

  • ευφόρητος — η, ο (ΑΜ εὐφόρητος, ον) αυτός που μεταφέρεται, που βαστάζεται εύκολα, ευκολοβάσταχτος μσν. αρχ. μτφ. ανεκτός, υποφερτός («τὸ τῆς δουλείας ἄχθος εὐφορητότερον», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φορητός (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • εὐφορητότερον — εὐφόρητος endurable adverbial comp εὐφόρητος endurable masc acc comp sg εὐφόρητος endurable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφόρητον — εὐφόρητος endurable masc/fem acc sg εὐφόρητος endurable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφορητότερα — εὐφόρητος endurable neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφόρητα — εὐφόρητος endurable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»